ρερυπωμενος
Смотреть что такое "ρερυπωμενος" в других словарях:
ῥερυπωμένος — ῥυπόομαι perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥερυπωμένος — ῥυπόομαι perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)